Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι
Μίλαν Κούντερα
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΚΑΡΕΝΙΝ
Στην αρχή-αρχή της Γένεσης, γράφει ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να άρχει «των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών». Βεβαίως, τη Γένεση τη συνέταξε ένας άνθρωπος κι όχι ένα άλογο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Θεός είχε πραγματικά θελήσει να βασιλεύει ο άνθρωπος στα άλλα πλάσματα. Είναι πιο πιθανό ότι ο άνθρωπος επινόησε το Θεό για να καθαγιάσει την εξουσία που σφετερίστηκε πάνω στην αγελάδα και στο άλογο. Ναι, το δικαίωμα να σκοτώνει ένα ελάφι ή μια αγελάδα, είναι το μόνο πράγμα για το οποίο ολόκληρη η ανθρωπότητα βρίσκεται αδελφικά σύμφωνη, ακόμα και στη διάρκεια των πιο αιματηρών πολέμων.
Το δικαίωμα αυτό μας φαίνεται αυτονόητο γιατί είμαστε εμείς που βρισκόμαστε στην κορυφή της ιεραρχίας. Θα έφτανε όμως να παρέμβει ένας τρίτος στο παιχνίδι, για παράδειγμα ένας επισκέπτης που θα είχε έρθει από έναν άλλο πλανήτη και στον οποίο ο Θεός θα είχε πει «θα άρχεις των πλασμάτων όλων των άλλων αστέρων», για να τεθεί αμέσως υπό αμφισβήτηση όλος ο προφανής χαρακτήρας της Γένεσης. Ο άνθρωπος δεμένος σε μια άμαξα από έναν Αριανό, ή ψητός στη σούβλα από έναν κάτοικο του Γαλαξία, θα θυμόταν ίσως τότε τη μοσχαρίσια μπριζόλα που είχε τη συνήθεια να τεμαχίζει στο πιάτο του και θα ζητούσε (πολύ αργά) συγγνώμη απ' την αγελάδα.
Η Τερέζα προχωρεί με το κοπάδι απ' τις δαμάλες της, τις σπρώχνει μπροστά της, υπάρχει πάντοτε κάποια που πρέπει να τη μαλώνεις, γιατί οι νεαρές αγελάδες έχουν κέφια και απομακρύνονται απ' το δρόμο για να τρέξουν στους αγρούς. Ο Καρένιν τη συνοδεύει. Είναι ήδη δυο χρόνια που την ακολουθεί, μέρα με την ημέρα στη βοσκή. Συνήθως τον διασκεδάζει πολύ να κάνει τον αυστηρό στις αγελάδες, να γαβγίζει πίσω απ' αυτές και να τις μαλώνει (ο δικός του Θεός του έχει αναθέσει να άρχει των αγελάδων καιείναι περήφανος γι' αυτό). Σήμερα, όμως, βαδίζει με πολύ κόπο και τριποδίζει. Στο τέταρτο πόδι, έχει μια πληγή που ματώνει. Κάθε δυο λεπτά η Τερέζα σκύβει και του χαϊδεύει τη ράχη. Δεκαπέντε μέρες μετά την εγχείρηση, είναι φανερό ότι ο καρκίνος δεν έχει θεραπευθεί κι ότι ο Καρένιν πηγαίνει απ' το κακό στο χειρότερο.
Στο δρόμο, συναντούν μια γειτόνισσα που πηγαίνει στο σταύλο, φορώντας τις γαλότσες της. Η γειτόνισσα σταματάει: «Τι έχει το σκυλί σας; Θα έλεγε κανείς ότι κουτσαίνει!». Η Τερέζα απαντάει: «Έχει καρκίνο. Είναι καταδικασμένο» και νιώθει το λαιμό της να σφίγγεται και δεν μπορεί να μιλήσει. Η γειτόνισσα βλέπει τα δάκρυα της Τερέζας και σχεδόν θυμώνει: «Για τ' όνομα του Θεού, δεν θα βάλετε τα κλάματα για ένα σκυλί!». Δεν το είπε με κακία, είναι καλή, το είπε μάλλον για να παρηγορήσει την Τερέζα. Η Τερέζα το ξέρει, μένει πια πολύ καιρό στο χωριό και ξέρει ότι αν οι χωρικοί αγαπούσαν τα κουνέλια τους όσο εκείνη αγαπάει τον Καρένιν, δεν θα μπορούσαν να σκοτώσουν κανένα και δεν θ' αργούσαν να πεθάνουν από πείνα, ανάμεσα στα ζώα τους. Ωστόσο, η παρατήρηση της γειτόνισσας της φάνηκε εχθρική. «Ξέρω», απάντησε χωρίς να διαμαρτυρηθεί, αλλά βιάζεται να γυρίσει την πλάτη της και να συνεχίσει το δρόμο της. Αισθάνεται μόνη της με την αγάπη της για το σκυλί της. Σκέφτεται, χαμογελώντας μελαγχολικά, ότι πρέπει να την κρύψει ακόμα πιο προσεκτικά, παρά αν έπρεπε να κρύψει μια απιστία. Η αγάπη για ένα σκυλί σκανδαλίζει. Αν η γειτόνισσα μάθαινε ότι απατούσε τον Τόμας, θα της έδινε χαρωπά ένα χαϊδευτικό χτύπημα στην πλάτη, με ύφος συνένοχο!
Συνεχίζει, λοιπόν, το δρόμο της με τις αγελάδες της που σκουντουφλάνε η μια πάνω στην άλλη, και σκέφτεται ότι είναι πολύ συμπαθητικά ζώα. Ειρηνικά, χωρίς πονηριά, μερικές φορές έχουν μια παιδιάστικη ευθυμία: θα έλεγε κανείς ότι είναι χοντρές πενηντάρες κυρίες που παριστάνουν ότι είναι γύρω στα δεκατέσσερα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκινητικό από τις αγελάδες όταν παίζουν. Η Τερέζα τις κοιτάζει με τρυφερότητα και λέει στον εαυτό της (είναι μια ιδέα που τις επανέρχεται ακατανίκητη εδώ και δυο χρόνια) ότι η ανθρωπότητα ζει σαν παράσιτο της αγελάδας όπως η ταινία ζει σαν παράσιτο του ανθρώπου: είναι κολλημένη στα μαστάρια της σαν βδέλλα. Ο άνθρωπος είναι παράσιτο της αγελάδας, αυτός είναι πιθανότατα ο ορισμός που ένας μη-άνθρωπος θα μπορούσε να δώσει για τον άνθρωπο στη δική του ζωολογία.
Μπορεί κανείς να θεωρήσει τον ορισμό αυτό σαν ένα απλό αστεϊσμό και να χαμογελάσει με συγκατάβαση. Αν όμως η Τερέζα τον αντιμετωπίζει στα σοβαρά, τότε βρίσκεται σε γλιστερό κατήφορο. Αυτές οι ιδέες είναι επικίνδυνες και την απομακρύνουν απ' την ανθρωπότητα. Ήδη, στη Γένεση, ο θεός επιφόρτισε τον άνθρωπο με το να άρχει των ζώων, αλλά αυτό μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς λέγοντας ότι του δάνεισε αυτή την εξουσία. Ο άνθρωπος δεν ήταν ο ιδιοκτήτης, άλλα μόνον ο διαχειριστής του πλανήτη, και μια μέρα θα έπρεπε να δώσει λογαριασμό για τη διαχείριση. Ο Καρτέσιος έκανε το αποφασιστικό βήμα: Θέλει τον άνθρωπο «κύριο και κάτοχο της φύσης». Το ότι ακριβώς αυτός είν εκείνος που αρνείται κατηγορηματικά ότι τα ζώα έχουν δικαίωμα σε μια ψυχή, είναι σίγουρα μια σπουδαία σύμπτωση. Ο άνθρωπος είναι ο ιδιοκτήτης και ο κύριος, ενώ το ζώο, λέει ο Καρτέσιος, δεν είναι παρά ένα αυτόματο, μια «machina animata». Όταν ένα ζώο βογκάει, αυτό δεν είναι ένα παράπονο, δεν είναι παρά οι τριγμοί μιας μηχανής που λειτουργεί άσχημα. Όταν τρίζει η ρόδα ενός καροτσιού, αυτό δεν σημαίνει ότι το καρότσι πονάει, αλλά ότι δεν είναι λαδωμένο. Έτσι πρέπει να εξηγεί κανείς τα παράπονα του ζώου και δεν χρειάζεται να διαμαρτύρεται πάνω από ένα σκυλί που το κομματιάζουν ζωντανό μέσα σ ένα εργαστήριο.
Οι αγελάδες βόσκουν σ' ένα λιβάδι, η Τερέζα είναι καθισμένη σ' ένα κούτσουρο και ο Καρένιν είναι ξαπλωμένος στα πόδια της, με το κεφάλι του στα γόνατα της. Η Τερέζα θυμάται μια είδηση, σε δυο αράδες, που είχε διαβάσει στην εφημερίδα δώδεκα χρόνια πριν: έλεγε ότι σε μια πόλη της Ρωσίας είχαν σκοτώσει όλους τους σκύλους. Αυτή η είδηση, μικρή και φαινομενικά χωρίς σημασία, την είχε κάνει για πρώτη φορά να νιώσει τον τρόμο που προερχόταν απ' αυτόν τον πολύ μεγάλο γείτονα.
Ήταν ένα προανάκρουσμα για όλα όσα ακολούθησαν: τα δύο πρώτα χρόνια μετά τη ρώσικη εισβολή, δεν μπορούσε κανείς ακόμα να μιλήσει για τρομοκρατία. Καθώς όλο το έθνος σχεδόν αποδοκίμαζε το καθεστώς κατοχής, χρειάστηκε να βρουν οι Ρώσοι νέους ανθρώπους ανάμεσα στους Τσέχους για να τους φέρουν στην εξουσία. Πού να τους βρουν όμως αφού η κομμουνιστική πίστη και η αγάπη για τη Ρωσία ήταν πράγμα νεκρό; Έψαξαν να τα βρουν ανάμεσα σ' αυτούς που έτρεφαν μέσα τους την επιθυμία να πάρουν εκδίκηση απ' τη ζωή. Έπρεπε να συγκολλήσουν, να διατηρήσουν, να κρατήσουν σε εγρήγορση την επιθετικότητα τους. Έπρεπε πρώτα να την κατευθύνουν εναντίον ενός προσωρινού στόχου. Αυτός ο στόχος ήσαν τα ζώα. Οι εφημερίδες άρχισαν τότε να δημοσιεύουν σειρά άρθρων και να οργανώνουν καμπάνιες με τη μορφή επιστολών των αναγνωστών. Παραδείγματος χάριν, απαιτούσαν την εξολόθρευση των περιστεριών στις πόλεις. Και τα εξολόθρευσαν ωραία και καλά. Η καμπάνια όμως είχε για κύριο στόχο της τους σκύλους. Οι άνθρωποι ήσαν ακόμα τραυματισμένοι από την καταστροφή της κατοχής, αλλά στις εφημερίδες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, δεν γινόταν άλλη κουβέντα παρά για τους σκύλους που βρώμιζαν τα πεζοδρόμια και τα δημόσια πάρκα, που απειλούσαν έτσι την υγεία των παιδιών και που όχι μόνον δεν χρησίμευαν σε τίποτα, αλλά έπρεπε να τους τρέφει κιόλας κανείς. Κατασκεύασαν μια πραγματική ψύχωση, και η Τερέζα φοβόταν ότι ο έξαλλος όχλος θα μπορούσε να κάνει κακό στον Καρένιν. Ένα χρόνο αργότερα, το συσσωρευμένο μίσος (που πρώτα είχε δοκιμαστεί πάνω στα ζώα) κατευθύνθηκε προς τον αληθινό του στόχο: τον άνθρωπο. Οι απολύσεις, οι συλλήψεις, οι δίκες, άρχισαν. Τα ζώα μπορούσαν επιτέλους να πάρουν ανάσα.
Η Τερέζα χαϊδεύει το κεφάλι του Καρένιν που είναι ήσυχα ακουμπισμένο στα γόνατα της. Σκέφτεται πάνω-κάτω τα εξής: δεν αξίζει καθόλου τον κόπο να συμπεριφέρεται κανείς καλά στους όμοιους του. Η Τερέζα είναι αναγκασμένη να είναι εντάξει με τους άλλους κατοίκους του χωριού, αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει εκεί, κι ακόμα με τον Τόμας είναι υποχρεωμένη να φέρεται σαν γυναίκα που αγαπάει γιατί τον έχει ανάγκη τον Τόμας. Ποτέ δεν μπορεί να προσδιορίσει κανείς με βεβαιότητα μέχρι ποιο σημείο οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι το αποτέλεσμα των αισθημάτων μας, της αγάπης μας, της μη-αγάπης μας, της καλοσύνης ή του μίσους μας, και μέχρι ποιο σημείο είναι εκ των προτέρων επηρεασμένες από το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στα άτομα.
Η αληθινή ανθρώπινη καλοσύνη, σε όλη της την αγνότητα και ελευθερία, μπορεί να έρθει στο προσκήνιο μόνο όταν ο παραλήπτης της δεν έχει καμία δύναμη. Η αληθινή ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας, η θεμελιώδης δοκιμασία της (η οποία βρίσκεται βαθειά θαμμένη από την θέα), αποτελείται από τη στάση της απέναντι σε εκείνους που είναι στο έλεός της: τα ζώα. Και από αυτή την άποψη η ανθρωπότητα έχει υποστεί μια τεράστια πανωλεθρία, μια πανωλεθρία τόσο θεμελιώδη που όλες οι άλλες πηγάζουν από αυτήν.
Μια αγελάδα έχει πλησιάσει την Τερέζα, έχει σταματήσει και την παρατηρεί για πολλή ώρα με τα μεγάλα καστανά της μάτια. Η Τερέζα τη γνωρίζει. Την φωνάζει Μαργαρίτα. Θα ήθελε να δώσει ένα όνομα σε κάθε αγελάδα αλλά δεν μπόρεσε. Πρώτα, έτσι σίγουρα θα συνέβαινε καμιά τριανταριά χρόνια πριν, όλες οι αγελάδες του χωριού είχαν ένα όνομα. (Κι αν το όνομα είναι ένα σημάδι της ψυχής, μπορώ να πω ότι είχαν ψυχή, αρέσει δεν αρέσει στον Καρτέσιο). Το χωριό όμως έγινε μετά μια μεγάλη συνεταιριστική βιομηχανία και οι αγελάδες περνούν όλη τους τη ζωή μέσα σε δυο τετραγωνικά που τους αναλογούν στο σταύλο. Δεν έχουν πια όνομα και δεν είναι πια παρά «machinae animatae». Ο κόσμος δικαίωσε τον Καρτέσιο.
Έχω πάντα στα μάτια μου την Τερέζα, καθισμένη πάνω σ' ένα κούτσουρο, χαϊδεύει το κεφάλι του Καρένιν και συλλογίζεται την αποτυχία της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, μια άλλη εικόνα μου εμφανίζεται: ο Νίτσε βγαίνει από ένα ξενοδοχείο του Τουρίνου. Βλέπει μπροστά του ένα άλογο κι έναν αμαξά που το χτυπάει με το καμουτσίκι. Ο Νίτσε πλησιάζει το άλογο, το αγκαλιάζει απ' το λαιμό και κάτω απ' τα μάτια του αμαξά ξεσπάει σε λυγμούς. Αυτό συνέβαινε το 1889 και ο Νίτσε είχε ήδη, και αυτός επίσης, απομακρυνθεί από τους ανθρώπους. Μ' άλλα λόγια: ήταν ακριβώς τη στιγμή εκείνη που εκδηλώθηκε η διανοητική του αρρώστια. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς εκεί τοποθετείται αυτό που δίνει στη χειρονομία του τη βαθιά της σημασία.
Ο Νίτσε πήγε να ζητήσει από το άλογο συγγνώμη για λογαριασμό του Καρτέσιου. Η τρέλα του (δηλαδή, το διαζύγιο του με την ανθρωπότητα) αρχίζει από τη στιγμή που κλαίει πάνω στο άλογο.
Κι είναι αυτός ο Νίτσε που αγαπάω, όπως αγαπάω την Τερέζα που χαϊδεύει πάνω στα γόνατα της το κεφάλι ενός σκύλου ετοιμοθάνατου. Τους βλέπω και τους δύο πλάι-πλάι: κι οι δύο να παραιτούνται απ' το δρόμο όπου η ανθρωπότητα ως «κύριος και κάτοχος της φύσης», ακολουθεί.