20 September 2016

Προδημοσίευση του διηγήματος «Το διπλό πορτρέτο»

από το νέο βιβλίο του Χρήστου Γεωργιάδη
«Το γάλα των παιδιών και άλλα διηγήματα»


ΠΗΓΗ: ecologotexnia.weebly.com





____________________

Το διπλό πορτρέτο*
____________________
Ελεύθερος επιτέλους
Σου πήραν τη ζωή
Δεν μπόρεσαν να σου πάρουν τη περηφάνια
U2, Pride


Η παγκόσμια κοινή γνώμη συγκλονίστηκε από το φονικό. Ο Σίσιλ, το λιοντάρι έμβλημα της Αφρικής, είχε εκτελεστεί εν ψυχρώ για πενήντα χιλιάδες δολάρια, για το κέφι κάποιου μυαλού άρρωστου που είχε πληρώσει το αντίτιμο της παρανοϊκής αυτής συναλλαγής. Το μυστήριο όμως εκτοξεύθηκε στα ύψη όταν μαθεύτηκε ότι την ίδια μέρα, στην άλλη άκρη της γης και την ίδια ακριβώς ώρα της δολοφονίας ένα άλλο αρσενικό λιοντάρι αυτοκτονούσε κλεισμένο στο χώρο του στο ζωολογικό πάρκο μπροστά στα μάτια των επισκεπτών. Η κοινή γνώμη γεμάτη απορία για την τραγική σύμπτωση παρακολουθούσε αποσβολωμένη τις εξελίξεις γιατί ασυναίσθητα υποψιαζόταν ότι μια τέτοια συγκυρία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ήταν τυχαία. Αναμφισβήτητα υπήρχε κάποια σύνδεση μεταξύ των δύο γεγονότων. Η αγωνία κορυφωνόταν και τα μέσα ενημέρωσης για καιρό συζητούσαν το θέμα προσπαθώντας να δώσουν μια εξήγηση. Ακούστηκαν πολλές εικασίες, κλήθηκαν ειδικοί αλλά μάταια όμως. Πειστική εξήγηση δεν μπορούσε να δοθεί, δεν μπορούσαν να βρουν το συνδετικό κρίκο των δυο τραγικών πράξεων. Αλλά εγώ ήξερα από πρώτο χέρι, τι είχε συμβεί. Έκρινα όμως ότι δεν ήταν πρέπον για την αξιοπρέπεια των θυμάτων αλλά και τη δική μου να μιλήσω γι’ αυτό εν θερμώ. Δε θα μιλούσα μέσα σε όλη αυτή τη σύγχυση που είχε δημιουργηθεί γύρω από το θέμα και μάλιστα σε μέσα που καραδοκούσαν σαν αρπακτικά να καπηλευτούν το δράμα. Και από την άλλη, ποιος θα πίστευε έναν όψιμο γητευτή λιονταριών; Ποιος θα με έπαιρνε σοβαρά, αν έλεγα όλα αυτά που είχα βιώσει; Το πιο πιθανό ήταν ότι θα με περνούσαν για τρελό. Στα επίμονα λοιπόν ερωτήματα των μέσων απάντησα τυπικά όπως και οι άλλοι επισκέπτες του πάρκου, λέγοντας ότι δεν μπορούσα να καταλάβω και να ερμηνεύσω τι είχε γίνει εκείνη τη μέρα. Αποφάσισα όμως ότι θα μιλούσα μόλις καταλάγιαζε ο θόρυβος και αυτό έκανα.

Στη ζωή μου έμαθα ότι είναι καλό να κρατάς χαμηλό προφίλ και να μην αποκαλύπτεις προσωπικά δεδομένα, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν πεποιθήσεις και ειδικά όταν πρόκειται για θέματα που έχουν σχέση με τα δικαιώματα των ζώων. Είναι σίγουρο ότι οι εργοδότες μου, το ζωολογικό πάρκο της πόλης που ζω,  δε θα μου είχαν δώσει αυτή την ανάθεση για τα πορτρέτα των ζώων αν γνώριζαν ότι είμαι στην ειρηνική διατροφή και ότι έχω υιοθετήσει τη φιλοσοφία της περιεκτικής δικαιοσύνης για όλα τα πλάσματα. Στην αρχή βέβαια το μυαλό μου το απέρριψε αμέσως. Ήταν αδιανόητο να επισκεφτώ ένα χώρο με αιχμάλωτα φυλακισμένα ζώα. Μετά όμως που το ξανασκέφτηκα, το είδα διαφορετικά, αν και πάλι υπήρχε ένας σχετικός ενδοιασμός, μιας και δεν είχα αναλάβει ποτέ πριν κάτι ανάλογο. Όμως το σκεπτικό μου τώρα ήταν ότι θα είχα μια ευκαιρία να γνωρίσω από μέσα το θέμα της χρήσης των ζώων για λόγους ψυχαγωγίας. Έτσι, με τις πληροφορίες που θα συγκέντρωνα από πρώτο χέρι, θα μπορούσα να βοηθήσω στην ευαισθητοποίηση του κόσμου. Και μ’ αυτή τη λογική δέχθηκα την πρόταση που μου έκανε ο υπεύθυνος του ζωολογικού πάρκου να ζωγραφίσω κάποια από τα ζώα που κρατούσαν εκεί. Αυτά τα πορτρέτα θα διακοσμούσαν την αίθουσα υποδοχής ενώ τα αντίγραφά τους θα πωλούνταν ως σουβενίρ στους επισκέπτες.

Θα ξεκινούσα με το λιοντάρι. Αυτό ήθελαν να γίνει πρώτο. Ήταν το νέο απόκτημα του πάρκου και ο υπεύθυνος με οδήγησε κατευθείαν εκεί. «Αυτό είναι το καμάρι μας» μου είπε μόλις φτάσαμε, δείχνοντας το λιοντάρι που εκείνη τη στιγμή κοιμόταν. Μια πινακίδα έξω από το περιφραγμένο χώρο έγραφε «Panthera Leo, αφρικανικό λιοντάρι». Όμως εκείνος μου είπε ότι όλοι εκεί τον αποκαλούν με το τίτλο που δικαιωματικά του αξίζει: ο βασιλιάς. Του είπα ότι καταρχήν χρειαζόμουν κάποιο διάστημα παρατήρησης. Έπρεπε να μελετήσω το χώρο και τη συμπεριφορά του ζώου πριν ξεκινήσω ώστε να καταλήξω στην οπτική γωνία και στην προοπτική. Ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα με μοντέλο που δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας. Ο υπεύθυνος με διαβεβαίωσε ότι θα είχα κάθε βοήθεια και ότι για ό,τι ήθελα θα μπορούσα να απευθύνομαι στον υπάλληλο που το φρόντιζε.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησα με παρατήρηση. Πήγαινα από νωρίς το πρωί στο βασιλιά, στο πιο κοντινό σημείο επαφής μαζί του, στην πίσω μεριά του χώρου που τον κρατούσαν, εκεί που δεν είχαν πρόσβαση οι επισκέπτες. Με χώριζε μόνο ένα χοντρό σιδερένιο κάγκελο απ’ αυτόν κι εκεί, σε αυτή την απόσταση αναπνοής, ένιωθα να με πλημμυρίζει ένα απέραντο δέος γι’ αυτό το υπέροχο ζώο. Όμως όσο παρατηρούσα τόσο ράγιζε η καρδιά μου που έβλεπα ένα ζώο περήφανο και δυνατό να χαραμίζεται φυλακισμένο σε μια αιχμαλωσία αδικαιολόγητη και μάταιη. Ενώ στο όνομά του έβλεπα ένα απέραντο οξύμωρο γιατί ήταν ένας βασιλιάς που του είχαν αφαιρέσει όλο το μεγαλείο της δύναμης και της ελευθερίας και με ένα βασίλειο συρρικνωμένο σε λίγα τετραγωνικά. Ήταν ένας βασιλιάς έκπτωτος και ατιμασμένος, καταδικασμένος να εκτίθεται στα περίεργα μάτια των περαστικών, στις κάμερες και στα φλας. Ήταν ένας βασιλιάς που τον κατάντησαν θέαμα σε μιαν ακόμη νοσηρή επινόηση, αυτή του ζωολογικού πάρκου, που είχε γεμίσει με την προκλητική παρουσία της τις πιο πολλές πόλεις του πλανήτη. Ήταν το έκθεμα μιας ιδιωτικής επιχείρησης που νοιάζεται μόνο για το κέρδος, για το πόσους επισκέπτες μπορούσε να ελκύσει αυτός και όλοι οι άλλοι, οι παρά τη θέλησή τους τρόφιμοι του πάρκου.

Από την πρώτη στιγμή επιδίωξα την εξοικείωση μαζί του και άρχισα να του μιλάω. Του υπέβαλλα τα σέβη μου και του συστήθηκα λέγοντάς του ότι για λίγες μέρες θα είμαι ο προσωπικός του ζωγράφος. Παρέμενα ώρες στη θέση αυτή με τα σύνεργά μου σε ετοιμότητα για τα πρώτα πρόχειρα σκίτσα και εκεί βίωνα μαζί του τη ρουτίνα αυτού του φυλακισμένου πλάσματος που επαναλαμβανόταν κάθε μέρα με την ίδια μονότονη σειρά. Κάθε πρωί στις εννιά ο υπάλληλος ερχόταν να τον ταΐσει. Έμπαινε προσεκτικά σε ένα σιδερένιο προθάλαμο και αράδιαζε στο πάτωμα την τροφή του βασιλιά. Μετά έβγαινε ασφαλίζοντας το χώρο και με μοχλούς απ’ έξω άνοιγε το χώρο που είχε αφήσει την τροφή η οποία άλλοτε ήταν εννιά - δέκα κοτόπουλα ή κουνέλια, άλλοτε ένα αρνί ή άλλα κρέατα. Άλλοτε πάλι ήταν ζώα του κήπου, γιατί αυτή είναι συνηθισμένη πρακτική στα ζωολογικά πάρκα ανά τον κόσμο, όπου σκοτώνουν χιλιάδες ζώα κάθε χρόνο. Ο βασιλιάς τα σιχαινόταν όλα αυτά που του πέταγαν και τα έτρωγε με φανερή απέχθεια, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά. Έτρωγε πράγματα που ήταν έξω από τη διατροφική του αλυσίδα, που δε θα κυνηγούσε ποτέ στη φύση. Ο ρόλος του στη σαβάνα ήταν να θηρεύει και να διατηρεί την ισορροπία των φυτοφάγων πληθυσμών και τώρα τον είχαν εκφυλίσει να διατηρεί τη μακάβρια ισορροπία μιας ανωμαλίας. Τον είχαν καταδικάσει να μετέχει στο φαύλο κύκλο της εκτροφής ζώων, τα οποία τα μεγάλωναν έγκλειστα με γενετικά τροποποιημένους σπόρους καλαμποκιού και σόγιας.

Με αυτή τη διατροφική κακοποίηση που τον βάραινε όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά ξεκινούσε η μέρα του. Και μετά ακολουθούσε το μαρτύριο του επισκεπτηρίου μέχρι τη δύση του ήλιου. Ένα συνεχές ρεύμα από περαστικούς και μια συνεχής οχλοβοή που τον κούραζε και τον ενοχλούσε απίστευτα. Γι’ αυτό και πέρναγε όλο το διάστημα της ημέρας σε μια κατάσταση νωθρότητας και υπνηλίας και σηκωνόταν απ’ τη θέση του μόνο για να πιει νερό. Αυτό ήταν το πρώτο σημάδι της βεβαρημένης ψυχολογίας του και μια μορφή καθαρά στερεοτυπικής συμπεριφοράς. Αυτή δεν ήταν ιδιαιτερότητα του βασιλιά αλλά εμφανίζεται σε όλα τα έγκλειστα ζώα και γίνεται έντονα εμφανής σε περιπτώσεις περιορισμού τους σε μικρά κελιά. Και τότε το αβάσταχτο στρες και η ψύχωση που κατακλύζει τα ζώα, τα τρελαίνει και τα κάνει να περπατούν απελπισμένα σε ένα μανιασμένο, νευρικό και ασταμάτητο πέρα δώθε. Από τη θέση του παρατηρητή έβλεπα καθαρά ότι η όχληση της μέρας καταπονούσε το βασιλιά. Τον έκανε να αναζητά με λαχτάρα την ησυχία της νύχτας γιατί εκεί μέσα στο σκοτάδι κρυβόταν το μαρτύριό του. Η νύχτα έκρυβε το κελί του και έφερνε την ψευδαίσθηση της ελεύθερης σαβάνας. Και τότε βρυχιόταν δυνατά και η φωνή του αντηχούσε και συγκλόνιζε όλο το πάρκο.

Με τη διεισδυτική ματιά του ζωγράφου παρατηρούσα κάθε κίνηση του βασιλιά. Μαγευόμουν συνεχώς από την επιβλητικότητα της μορφής του και τη σκεφτόμουν μέσα στην ελευθερία για την οποία προορίστηκε. Όμως η θλιβερή εικόνα που τώρα αντίκριζα και την οποία βίωνα από κοντά με έκανε να υποφέρω όλο και περισσότερο για τη ζωή που του είχαν επιβάλλει. Μέσα στο βλέμμα του διάβαζα τα αισθήματά του και εκεί έβλεπα μόνο κατάθλιψη. Έβλεπα όλο τον πόνο που κουβάλαγε στην ψυχή του και πονούσα κι εγώ μαζί του. Και αυθόρμητα έβγαιναν από το στόμα μου λόγια ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον μαζί με την υπόσχεση να τον βοηθήσω να βρει ξανά την ελευθερία του. Κι εκείνος σίγουρα καταλάβαινε, γιατί άνοιγε ακόμη πιο πολύ τα θλιμμένα του μάτια και σε εκείνο το βλέμμα έβλεπα καθαρά τη λαχτάρα για λύτρωση από τα δεινά που τον είχαν καταδικάσει. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα πλέον καμία διάθεση για ζωγραφική έχοντας για μοντέλο ένα πλάσμα που υποφέρει. Αλλά τα επίμονα ερωτήματα του υπεύθυνου για την πρόοδο του πορτρέτου με έφερναν στην πραγματικότητα κι εγώ τον απέφευγα δείχνοντάς του κάποια σκίτσα και λέγοντάς του ότι δε δείχνω ποτέ το έργο μου πριν τελειώσει. Όμως μέσα μου βρισκόμουν σε δίλημμα. Είχα αποφασίσει ότι δε θα ζωγραφίσω αλλά από την άλλη δεν ήθελα να αποχωριστώ το βασιλιά. Ήθελα να βρίσκομαι μαζί του όσο περισσότερο γίνεται και να του συμπαρίσταμαι όσο μπορώ στις δύσκολες στιγμές του, αλλά γνώριζα ότι αυτό δε θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Ο χωρισμός ήταν θέμα χρόνου και με βαριά καρδιά κατέληξα ότι την επόμενη μέρα θα δήλωνα την παραίτησή μου.

Την ίδια εκείνη μέρα έμεινα ως αργά.  Έπεφτε το ηλιοβασίλεμα και είχαμε μείνει μόνοι πλέον οι δυο μας. Καθώς το φως έφευγε, πλησίασα κοντά του με σκοπό να του εξομολογηθώ την απόφαση μου να μην κάνω αυτό το πορτρέτο. Όμως παρέμενα διστακτικός, γιατί τα είχα εντελώς χαμένα, ψάχνοντας να βρω έναν τρόπο να τον αποχαιρετίσω. Τότε ο βασιλιάς, εκείνος που απαξιούσε και δεν πλησίαζε τους επισκέπτες, με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής με το πρόσωπό του κολλημένο στα σίδερα του κελιού. Το φως είχε χαθεί και είδα δυο μεγάλα μάτια να γυαλίζουν στο σκοτάδι. Ένοιωσα το καυτό του χνώτο στο πρόσωπό μου και τον άκουσα να μου μιλά με ανθρώπινη φωνή: «Ξέρω τι νιώθεις και τι θέλεις να μου πεις, αλλά αν θες να με απελευθερώσεις, θα πρέπει να μείνεις και να κάνεις αυτό το πορτρέτο. Θα πρέπει να με ζωγραφίσεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.» Και πριν προλάβω να συνέλθω από το σοκ και να ρωτήσω οτιδήποτε, συνέχισε: «Θα σου εκμυστηρευτώ την ιστορία μου. Θα σου τα πω όλα γιατί ξέρω ότι είσαι φίλος των ζώων και θέλεις το καλό μας. Αλλά όταν λέω να με ζωγραφίζεις, δεν εννοώ σ’ αυτή τη θέση που βρίσκομαι τώρα. Δεν έχει νόημα να με ζωγραφίσεις σε τέτοια κατάντια. Κοίταξε με! Εδώ μέσα πεθαίνω. Ζω έναν αργό θάνατο. Μου τα στέρησαν όλα και από πάνω με προσβάλλουν φωνάζοντάς με βασιλιά. Ένας βασιλιάς χωρίς ελευθερία, χωρίς βασίλειο.  Στη σαβάνα θα περιπλανιόμουν σε μια περιοχή έως και πεντακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα κι εδώ με συρρίκνωσαν σε πεντακόσια  τετραγωνικά μέτρα. Και μαζί συρρικνώθηκε και η ζωή μου και μαράζωσε. Την καταδίκασε η συρρικνωμένη νοημοσύνη κάποιων ατόμων του είδους σου. Δυστυχώς αυτή κυριαρχεί και δεν μπορεί να μας δει ως αισθανόμενα όντα αλλά μόνο ως αντικείμενα προς εκμετάλλευση. Κι ενώ μας στερεί κάθε δυνατότητα αυτόνομης και ελεύθερης διαβίωσης, παραπλανητικά μιλά για διατήρηση των ειδών, για εκπαίδευση και άλλα τέτοια εντελώς ψευδή και προκλητικά. Εκπαίδευση σημαίνει σεβασμός της αξίας της ζωής και των δικαιωμάτων της και εδώ μέσα δεν υπάρχει ούτε ίχνος απ’ αυτά και ούτε μπορεί να υπάρξει. Το μόνο που υπάρχει σε αφθονία εδώ είναι η εξοικείωση με τα ζώα - κατάδικους. Γι’ αυτό και τα μάτια που περνούν όλη μέρα από εδώ μας κοιτούν χωρίς όμως πραγματικά να βλέπουν πόσο υποφέρουμε. Μας κοιτούν και δεν εξοργίζονται μπροστά στη στέρηση της ελευθερίας μας, ούτε καταδικάζουν τις φυλακές που μας  πέταξαν να σαπίζουμε. Και φεύγουν χωρίς να κάνουν την πιο απλή σκέψη, ότι η θέση μας είναι στην άγρια φύση, στη φύση που δημιουργεί ελεύθερα όντα και δε στερεί την ελευθερία κανενός και πουθενά.  Γι’ αυτό σου λέω, δεν έχει νόημα να με ζωγραφίσεις εμένα ως εμένα. Θα με ζωγραφίσεις ως Σίσιλ, το δίδυμο αδελφό μου στην Αφρική. Αυτό το πορτρέτο θα είναι διπλό. Θα είμαι εγώ αλλά θα είναι κι εκείνος, θα είμαι εγώ μέσα από εκείνον, γιατί εκείνος είναι ελεύθερος.»

Στο σημείο αυτό ήθελα πάλι να τον διακόψω αλλά εκείνος συνέχισε ασταμάτητος. «Η ζωή μας ξεκίνησε σε εκτροφείο. Ναι σε εκτροφείο. Εκεί γεννηθήκαμε αλλά τα λιοντάρια δεν τα εκτρέφουν για καλό. Η πλειοψηφία μας προορίζεται για μια ζωή επικηρυγμένη, σε ένα κυνήγι εντελώς παρανοϊκό και αρρωστημένο. Αλλά πριν καταλήξουμε εκεί, περνάμε από διάφορα στάδια. Στην αρχή, όσο είμαστε κουταβάκια, μας πουλάνε πρώτα σε κήπους για να μας χαϊδεύουν οι επισκέπτες. Περάσαμε κι εμείς από αυτούς τους κήπους με τα χέρια που μας χάιδευαν σαν αντικείμενα, σαν παιχνίδια. Και μετά στον τελικό προορισμό, στα συρματοπλεγμένα ράντζα των εκτελέσεων, όπου όποιος καταβάλει το αντίτιμο μπορεί να μας εξοντώσει ως τρόπαιο. Κάποιοι λίγοι αγοράζονται από ζωολογικά πάρκα όπως έγινε με εμένα. Για τον Σίσιλ ευτυχώς τα πράγματα πήγαν καλύτερα γιατί τον άφησαν στη σαβάνα σε ένα τεράστιο προστατευόμενο πάρκο. Ήθελα, όσο τίποτε στη ζωή μου, να είμαι κι εγώ εκεί. Αυτή είναι η μεγάλη μου επιθυμία, πριν πεθάνω να τον ξαναδώ, να ξαναβρεθώ δίπλα του στα μέρη που ανήκουμε. Να ξαναδώ τον Σίσιλ, να ζήσουμε για πάντα μαζί. Κάθε στιγμή τον σκέφτομαι, είμαι συνέχεια μαζί του. Κι αυτός το ίδιο. Είμαστε μια ψυχή. Είμαστε ένα! Νοιώθω κάθε του ανάσα, κάθε του κίνηση και αυτό μου δίνει κουράγιο να ζω. Αυτόν να ζωγραφίσεις! Έλα αύριο να ξεκινήσουμε.»

Την άλλη μέρα είδα ένα μεταμορφωμένο βασιλιά. Δεν έβλεπες ένα λιοντάρι σε κλουβί, αλλά ένα λιοντάρι στο στοιχείο του, στην άγρια φύση. Παράτησε την νωχελικότητα και την υπνηλία του προηγούμενου διαστήματος και βάλθηκε να δείχνει τη συμπεριφορά ενός ελεύθερου πλάσματος. Ήταν πλέον ο Σίσιλ και θαρρείς με τηλεπάθεια βίωνε κάθε στιγμή του αδερφού του. Στεκόταν όρθιος σε αγέρωχη στάση και κοιτάζοντας πέρα μακριά, οσφραινόταν τον αέρα. Έβγαλα τα σύνεργα και άρχισα να σχεδιάζω. Οι επισκέπτες, μα πιο πολύ ο υπεύθυνος και οι υπάλληλοι του πάρκου, τα έχασαν με την απρόσμενη ζωτικότητα του βασιλιά. Με κολάκευαν λέγοντάς μου ότι είμαι ένας γητευτής λιονταριών. Εγώ όμως δεν έδινα σημασία. Ήμουν απορροφημένος στο πορτρέτο και το βλέμμα μου ακολουθούσε συνεχώς το βασιλιά. Τον είδα να παίρνει στάση θηρευτή. Χαμήλωσε το σώμα και προχωρούσε αθόρυβα και πολύ προσεκτικά σαν να παραμόνευε το θήραμα. Και καθώς ήταν απορροφημένος σ’ αυτή τη σκηνή, ξαφνικά τινάζεται απότομα στον αέρα και βγάζει έναν απίστευτα δυνατό σπαραχτικό βρυχηθμό. Οι επισκέπτες πάγωσαν από την τρομαχτική κραυγή αλλά εγώ άκουσα καθαρά την αγωνιώδη φωνή του: «Μη Σίσιλ! Είναι παγίδα! Μην πλησιάζεις αυτό το σκοτωμένο ζώο. Το κρέμασαν εκεί για δόλωμα. Μη Σίσιλ! Μη! Φύγε, γύρνα πίσω!»

Και συνέχισε να βρυχάται με όλη του την δύναμη σε κατάσταση εξαλλοσύνης. Ούρλιαζε σε μια ύστατη προσπάθεια να προλάβει τον αδελφό του που τον έβλεπε να πηγαίνει στο χαμό, σε μια πορεία χωρίς επιστροφή, σε ένα γεύμα που στην πρώτη δαγκωματιά θα γινόταν μοιραίο. Ήθελε να ξορκίσει το κακό και να το σταματήσει. Όλο του το είναι είχε δοθεί σ’ αυτό το εναγώνιο μουγκρητό, σε μια τιτάνια προσπάθεια να σπείρει τον πανικό και τον τρόμο σε ένα ψυχρό βλέμμα που ακίνητο σημάδευε. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να συνετίσει ένα άρρωστο μυαλό με την ελπίδα να το αποτρέψει να δώσει εντολή στο δάχτυλο που κρατούσε τη σκανδάλη.

Μάταια όμως. Οι δυο πλευρές συνεχίζουν ανένδοτες προς μια σύγκλιση δόλια, προς μια συνάντηση προγραμματισμένη από εγκέφαλο νοσηρό. Ο Σίσιλ προχωρεί μαγνητισμένος από το ανέλπιστο εύρημα. Ακόμη ένα βήμα. Τα δόντια χώνονται με ευχαρίστηση στη σάρκα και κόβουν την πρώτη μπουκιά. Η γλώσσα δίνει το ερέθισμα της απόλαυσης. Για μια μόλις στιγμή. Γιατί τότε, πριν καν προλάβει να καταπιεί, η μοιραία εκπυρσοκρότηση του θανάτου γεμίζει τον αέρα με την ηχώ της ύπουλης ενέδρας. Η σφαίρα εκτοξεύεται στο φονικό προορισμό της κυνηγώντας δαιμονισμένα τη ζωή. Σφηνώνεται στο κορμί του Σίσιλ με φρικτό πόνο και τον κάνει να τιναχτεί σπασμωδικά στον αέρα. Και πριν σταματήσει το πρώτο τράνταγμα, το διεστραμμένο μυαλό έχει οπλίσει το φονικό χέρι που λυσσασμένα πατά τη σκανδάλη ξανά και ξανά και ξανά. Δεύτερη σφαίρα και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη και έκτη σε μια μακάβρια χορογραφία από θανατηφόρους σπασμούς με τραγικό, ακαριαίο φινάλε. Ο Σίσιλ σωριάζεται νεκρός. Ο Σίσιλ χάθηκε. Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ, χωρίς αναστολές και χωρίς τύψεις το ίδιο ψυχρό σκεπτικό που εκτελούσε αργά και το βασιλιά. Οι σφαίρες ήταν σαν να έχουν μπει και στο δικό του κορμί. Είχε κι αυτός εν ψυχρώ εκτελεστεί και σε κατάσταση αμόκ ρίχτηκε στη δική του μακάβρια χορογραφία. Για κάθε σφαίρα έπαιρνε φόρα και χτυπούσε με δύναμη το κεφάλι του στα χοντρά συμπαγή σίδερα που περιόριζαν τη ζωή του. Χτυπιέται με μανία και τα σίδερα βροντούν.  Χτυπιέται με λύσσα και το αίμα κοκκινίζει τη χαίτη του. Μέχρι που στο έκτο χτύπημα καταρρέει. Το άψυχο σώμα του κείτεται ακίνητο μέσα στη φυλακή του. Ο βασιλιάς είναι νεκρός. Είναι μαζί με τον Σίσιλ ξανά. Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να τους χωρίσει.







* Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του Σίσιλ, ενός αρσενικού αφρικανικού λιονταριού, το οποίο δολοφονήθηκε την 1η Ιουλίου 2015 στη Ζιμπάμπουε από τον αμερικανό οδοντίατρο Walter Palmer. Η δολοφονία του προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών.