12 June 2012
Από το βιβλίο
της Veronika Bennholdt-Thomsen
Από τη μια πλευρά λέμε ότι «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι!» Αλλά από την άλλη πλευρά δεν έχουμε καμία ιδέα για το πώς πρέπει να προχωρήσουμε. Ενάντια στην ορθότερη λογική μας - και στις συνειδήσεις μας! - δεχόμαστε μέτρα τα οποία οι περισσότεροι από εμάς βλέπουμε ως επιβλαβή με πολλούς τρόπους. Παραμένουμε παγιδευμένοι στο ζουρλομανδύα του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος του χρήματος και της εμπορευματοποίησης.
Αυτό είναι αλήθεια, αλλά είμαι πεπεισμένη ότι μπορούμε να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας, εάν επικεντρώσουμε στην επιβίωση. "Επιβίωση" σημαίνει ότι έχουμε αυτά που χρειαζόμαστε πραγματικά για τη ζωή μας. Ωστόσο, ο όρος «οικονομία της επιβίωσης" - μία οικονομία επικεντρωμένη στις ανάγκες της ζωής - αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις και συχνά σχόλια όπως: "Αυτό σημαίνει ότι πηγαίνουμε πίσω στη Λίθινη Εποχή."
Μήπως αυτό σημαίνει ότι μία οικονομία οργανωμένη στο να παράσχει όλες τις ανάγκες της ζωής δεν θεωρείται επιθυμητή; Ως ερώτημα, αυτό μπορεί να ρίξει φως στις ιδεολογικές προκαταλήψεις που οδηγούν στην απόρριψη της μη Εμπορευματικής Οικονομίας. Αυτές πηγάζουν από μια εδραιωμένη αντίληψη της σύγχρονης οικονομίας της αφθονίας, όπου όλα τα προϊόντα της γης είναι διαθέσιμα ως εμπορεύματα, όπου ο καθένας μπορεί να ζήσει άνετα στην ευημερία, και κανείς δεν πρέπει να ανησυχεί για τις βασικές ανάγκες.
Από τη σκοπιά αυτής της φαντασίωσης, η μη Εμπορευματική Οικονομία προκαλεί σκέψεις φτώχειας, ανασφαλείς και πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης. Τι γίνεται όμως όταν ξαφνικά γίνεται σαφές ότι αυτή η φαντασίωση μιας σύγχρονης εποχής της αφθονίας για όλους είναι ακριβώς αυτό, μια φαντασίωση; Μια τέτοια στιγμή σαφήνειας έγινε εφικτή με την οικονομική κρίση.
Αλλά τότε κάτι όπως η επιδότηση για την απόσυρση των παλιών αυτοκίνητων προσφέρεται ως αντίμετρο, και έχει μια συντριπτική ανταπόκριση. «Η Γερμανία έχει εθιστεί στην μανία απόσυρσης», ανέφερε το περιοδικό Spiegel. Αν και όλοι γνωρίζουν ότι τα αυτοκίνητα συμβάλλουν στην παγκόσμια θέρμανση και ότι τα πετρελαϊκά αποθέματα φθίνουν. Παρόλα αυτά, είμαστε ευτυχείς που με αυτό τον τρόπο χιλιάδες θέσεις εργασίας μπορούν να σωθούν. Τι ανοησία!
Ή πάρτε τις λεγόμενες διασώσεις. Οι τράπεζες που προκάλεσαν τη κρίση λαμβάνουν δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και εγγυήσεις από το δημόσιο ταμείο. Όλοι γνωρίζουμε ότι με αυτόν τον τρόπο τα χρήματα που ανήκουν σε όλους τους πολίτες από κοινού παραδίδονται στα ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα. Γνωρίζουμε ότι στο μέλλον αυτοί οι πόροι θα λείψουν από τα κοινωνικά σχέδια και ότι όλοι μας, ειδικά οι απλοί άνθρωποι - και ως εκ τούτου η πλειοψηφία του πληθυσμού - θα πρέπει να πληρώσουν το τίμημα. Η διαδικασία που ξεκίνησε πριν από πολύ καιρό συνεχίζεται: οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και ο αριθμός τους αυξάνεται, και οι πλούσιοι γίνονται όλο και πιο πλούσιοι.
Αλλά δεν υπάρχουν μαζικές διαμαρτυρίες. Προφανώς η πλειοψηφία έχει την εντύπωση ότι οι κυβερνήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή, ότι χωρίς αυτές τις διασώσεις ολόκληρο το οικονομικό σύστημα θα κατέρρεε και τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα χειρότερα από ό, τι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929. Και οι περισσότερες λεγόμενες εναλλακτικές προτάσεις μένουν μέσα στο στενό πλαίσιο της επιλεγμένης κατεύθυνσης: Σώστε αυτές τις τράπεζες και αυτές τις επιχειρήσεις - αλλά όχι τις άλλες, αυξήστε τον κρατικό έλεγχο εδώ, χαλαρώστε τον εκεί. Αλλά κανείς δεν αμφισβητεί ότι το σύστημα πρέπει να επιδοτείται με δημόσιο χρήμα για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις.
Διαισθητικά, ωστόσο, πολλοί άνθρωποι βλέπουν ότι εδώ και αρκετό καιρό κάτι έχει πάει εντελώς λάθος με το είδος της οικονομίας μας. Αλλά για όσο περισσότερο διάστημα έχουν οργανώσει τη ζωή και τις προσδοκίες τους στο να χωρούν σε μια οικονομία ανάπτυξης, τόσο λιγότερο ξέρουν πως θα μπορούσε να μοιάζει μια οικονομία που οργανώνεται γύρω από το πως να παρέχει τα αναγκαία. Για δεκαετίες πιστεύαμε ότι τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό από το να αποκτήσουμε πολλά χρήματα. Και η εμπειρία του μεταπολεμικού οικονομικού «θαύματος» και των μετέπειτα δεκαετιών ευημερίας φαινόταν να μας λέει ότι είχαμε δίκιο. Τα πάντα, κάθε χειραψία, είχε ως στόχο να βγάλει χρήματα. Και για μεγάλο χρονικό διάστημα ποτέ δεν φαινόταν να αποτελεί πρόβλημα η μετατροπή αυτών των χρημάτων σε χειροπιαστά πράγματα, όπως τρόφιμα, ρουχισμός, στέγη πάνω από τα κεφάλια μας - ό, τι χρειαζόμαστε για να ζήσουμε.
Αλλά τι θα συμβεί αν αυτό το είδος του μετασχηματισμού καταρρεύσει; Τι θα συμβεί αν δεν έχουμε πλέον τίποτα να πάρουμε από τη χειραψία; Τότε συνειδητοποιούμε ότι αν και τα χρήματα μπορούν να εξατμιστούν στον αέρα, όπως έχει συμβεί από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν μπορούν να μας γεμίσουν. Εν ολίγοις, δεν μπορούμε να φάμε τα χρήματα.
Συνειδητοποιούμε ότι δεν ξέρουμε πώς να καλλιεργήσουμε τροφή, να οικοδομήσουμε μια στέγη ή να επιδιορθώσουμε παλιά ρούχα. Επειδή στον πολύ εξειδικευμένο κόσμο μας με τον συνεχώς αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας, μόνο μερικοί διαθέτουν αυτές τις ικανότητες. Δεν γνωρίζουμε πια, εκτός από την ανταλλαγή χρημάτων, πώς να βρεθούμε μαζί και να μοιραστούμε αυτή τη γνώση. Σε ένα πολύ βασικό επίπεδο, δηλαδή το επίπεδο διαβίωσης, μας λείπει η επικοινωνία και την μπλοκάρουμε από την συνείδησή μας.
Προκειμένου να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε την ειδική, ζωτική αξία των πραγμάτων και των υπηρεσιών αντί για την καθαρά χρηματική αξία τους, χρειαζόμαστε έναν νέο όρο: «Η παραγωγή διαβίωσης - ή παραγωγή της ζωής - περιλαμβάνει όλη την εργασία που δαπανήθηκε στη δημιουργία, αναδημιουργία και τη συντήρηση της άμεσης ζωής και η οποία δεν έχει άλλο σκοπό. Η παραγωγή διαβίωσης έρχεται επομένως σε άμεση αντίθεση με την εμπορευματική παραγωγή και την παραγωγή υπεραξίας. Για την παραγωγή διαβίωσης ο στόχος είναι η «ζωή». Για την παραγωγή εμπορευμάτων, είναι το «χρήμα», το οποίο «παράγει» συνεχώς περισσότερα χρήματα, ή η συσσώρευση του κεφαλαίου. Για αυτό τον τρόπο παραγωγής η ζωή είναι, να το πω έτσι, μόνο μια τυχαία παρενέργεια. (Bennholdt-Thomsen / Mies 1999)