13 April 2009


Το πορτραίτο της Μάρσι...
Μια όμορφη ψυχή


Όταν η Marcie έφθασε στο Καταφύγιο Ζώων Peaceful Prairie (Ειρηνική Πεδιάδα), αυτή είχε χάσει ήδη τα πάντα – την ελευθερία της, τη κοινότητά της, την οικογένειά της, τη νιότη της, κάθε μωρό που είχε γεννήσει, οποιονδήποτε είχε ποτέ αγαπήσει, οποιονδήποτε είχε ποτέ εμπιστευθεί, οτιδήποτε ήταν οικείο.

Έφθασε σε αυτόν τον νέο κόσμο με τίποτα – για το σύντομο χρονικό διάστημα προτού χάσει το φως της – εκτός από την ικανότητα να βλέπει με τα μάτια της αυτή την απίθανη γη με τους ανοικτούς ορίζοντες, τον μεγάλο ουρανό, τους ελεύθερους κατοίκους και τους ανθρώπους που επιθυμούσαν τη ζωή αυτών των κατοίκων, αυτή την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ που δισεκατομμύρια αιχμάλωτων ζώων δεν δοκιμάζουν ποτέ αλλά την οποία όλα τους λαχταρούν μέσα στα ζωντανά κύτταρά τους μέχρι την τελευταία τους πνοή. Και ίσως για να τα πιστέψει όλα αυτά. Όπως όλα τα εκτρεφόμενα ζώα, η Marcie καθορίστηκε όχι από αυτό που υπήρχε, αλλά από αυτό που έλειπε – τους ορατούς και αόρατους ακρωτηριασμούς μιας ζωής στην σκλαβιά – ακρωτηριασμένο σώμα, εξουθενωμένο πνεύμα, πληγωμένη ψυχή, απραγματοποίητη ζωή, απραγματοποίητο δυναμικό, ικανότητα για πόνο που γέμισε μέχρι το χείλος, ικανότητα για χαρά που έμεινε εντελώς κενή.

Στα χρόνια του περιορισμού της σε μια μικρή οικογενειακή φάρμα, όπου είδε επανειλημμένα τα μωρά της να δολοφονούνται, την είχαν εκμεταλλευτεί τόσο πολύ, ώστε όταν διασώθηκε και μεταφέρθηκε σε ένα μέρος όπου μπορούσε τελικά να αρχίσει τη ζωή της, δεν της είχε μείνει κάτι για να χτίσει τη ζωή πάνω του. Τον πρώτο χρόνο της στο Καταφύγιο, όταν μπορούσε ακόμα να δει, τρεπόταν σε φυγή από τον καθένα που έμοιαζε με τους κακοποιητές της – οποιονδήποτε άνθρωπο υπήρχε γύρω – και, για το υπόλοιπο της ζωής της, απέφευγε οποιονδήποτε της έμοιαζε – κάθε προβατίνα, κριάρι ή αρνί γύρω της. "Έκρυψε" τον μεγάλο, όμορφο, ανταριασμένο εαυτό της ανάμεσα στις κατσίκες, αργοπερπατώντας μαζί τους επιδεικτικά ως προβατίνα ανάμεσα στο θέαμα των γρήγορων, λεπτών, ελαφρο-πόδαρων κατσικών, σίγουρη στην πεποίθηση της ότι ήταν καλά καμουφλαρισμένη ανάμεσα σε αυτά τα πλάσματα που έδειχναν, περπατούσαν, ηχούσαν, και ενεργούσαν τελείως διαφορετικά από αυτήν.

Ταξίδευε μαζί τους, αναζητούσε τροφή μαζί τους, κατέλυε μαζί τους, και αγνοούσε το γεγονός ότι, στο μυαλό όλων εκτός από το δικό της, αυτή ήταν ελάχιστα ταιριαστή μαζί τους– πάρα πολύ γρήγορες, πάρα πολύ θορυβώδεις, πάρα πολύ παιχνιδιάρες, πάρα πολύ τολμηρές, πάρα πολύ απρόβλεπτες για αυτήν – και τις συγχωρούσε για την αδιαφορία τους όπως τις φορές που την παρατούσαν πίσω, πολύ έξω από το χωράφι, αγνοώντας τα βελάσματα της, και επέστρεφαν πίσω χωρίς αυτήν. Αλλά, για λόγους που καλά καταλάβαινε, παρέμεινε απτόητα πιστή σε αυτές για το υπόλοιπο της ζωής της. Ο,τιδήποτε η Marcie έβλεπε στις κατσίκες, μάθαινε από αυτές, έπαιρνε από αυτές ήταν σαφώς κάτι που χρειαζόταν. Αστειευόμασταν ότι νόμιζε ότι ήταν κατσίκα. Αλλά, το πιθανότερο είναι ότι, το αντίθετο ίσχυε: αυτό που φαινόταν να την τραβάει στις κατσίκες δεν ήταν η ομοιότητα που φανταζόταν αλλά η αντιληπτή διαφορά. Φαινόταν να θέλει να είναι κάτι εντελώς αντίθετο από αυτήν, ένα συνολικά διαφορετικό ζώο, κάποια εντελώς διαφορετική από το ανίκανο θύμα που είχε υπάρξει όλη της τη ζωή.

Έτσι έσμιξε με τις κατσίκες και μοιράστηκε τις βαθύτερες στιγμές ειρήνης της μαζί τους. Θα μπορούσατε να την δείτε μαζί τους να ξεκουράζονται στον ήλιο, σε μια εκστασιακή σχεδόν τελετουργική κατάσταση, σαν να ακούγανε μαζί μια θαυμάσια συμφωνία και στην πραγματικότητα έκαναν ακριβώς αυτό: "ακούγανε τα φύλλα της άνοιξης, το θρόϊσμα των φτερών των εντόμων, τον αέρα που τάραζε το πρόσωπο της λίμνης", και απολάμβαναν την μυρωδιά του ίδιου του αέρα, αισθανόμενες την ομορφιά, που απορροφάται από την ομορφιά – όχι αυτό που εμείς αποκαλούμε ομορφιά, όχι τα όμορφα πράγματα, αλλά αυτό που ΕΙΝΑΙ η ομορφιά: η έμφυτη γνώση σε όλα τα πράγματα, σε μια πέτρα, ένα φύλλο, μια λεπίδα της χλόης, η βαθιά εμπειρία της αρμονίας και της σύνδεσης με κάτι βαθιά αγαθό και που αγαπά βαθιά, η αισθητή σοφία της ύπαρξης ζωντανή σε έναν κόσμο μυρωδιάς, και γεύσης, και ήχου, και αφής, με τις απολήξεις των νεύρων να αποκρίνονται με απόλαυση σε κάθε αεράκι, σε κάθε ελάχιστο συμβάν, σε κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπο αυτού του κόσμου με το εκτυφλωτικό χρώμα και τη συνεχή κίνηση και βάθος.

Εκείνες τις στιγμές – τις γεμάτες συναίσθημα, που ξεχείλιζαν με έξοχη συνειδητοποίηση, ζαλισμένη με τη ζωή μέσα – μοιράστηκε με τις κατσίκες. Αλλά στις στιγμές θλίψης της ήταν μόνη. Και είχε και στιγμές οδύνης, απαρηγόρητης θλίψης, που προκαλούνταν μερικές από αόρατους σεισμούς, και άλλες από γεγονότα που ακόμη και εμείς θα μπορούσαμε να δούμε και να καταλάβουμε, όπως οι φορές όταν η μυρωδιά των νεογέννητων αρνιών, που χωρίστηκαν από τις μητέρες τους και που θανατώθηκαν στα γειτονικά αγροκτήματα γέμιζε τον αέρα και αναμόχλευε τον παλιό πόνο της, ένα πόνο που δεν ελάττωνε με το χρόνο αλλά φαινόταν να δημιουργεί νέα αγκάθια κάθε άνοιξη. Αυτές ήταν οι φορές που περιπλανιόταν μακρυά συχνότερα, και απομονωνόταν από το υιοθετημένο κοπάδι της, χανόταν και, όντας τυφλή, ήταν πλέον ανίκανη να βρεί το δρόμο σπίτι. Επειδή η ανθρώπινη παρουσία την τρομοκρατούσε, ο μόνος τρόπος που θα μπορούσαμε να την καθοδηγήσουμε πίσω στο σπίτι ήταν να φωνάξουμε τις κατσίκες ελπίζοντας ότι θα αποκρινόντουσαν αρκετά δυνατά για να ακούσει η Marcie και να ακολουθήσει το ηχητικό ίχνος πίσω στο κοπάδι. Τις κατσίκες, τις εμπιστευόταν, αλλά οι άνθρωποι ξυπνούσαν στη μνήμη της τη φρίκη – τη φρίκη που θυμόταν και τη φρίκη που προμάντευε στα χέρια μας.

Καταλαβαίναμε την ανησυχία της και παρεκκλίναμε από το δρόμο μας για να μην παρεισφρήσουμε στην ασφαλή ζώνη της. Αυτό που δεν καταλάβαμε τότε και ακόμα δεν καταλαβαίνουμε πλήρως σήμερα είναι γιατί επέλεξε να μικρύνει τη φυσική και συναισθηματική απόσταση μεταξύ μας και ερχόταν ένα πόντο πιο κοντά μας κάθε ημέρα έως ότου δεν υπήρχε καθόλου απόσταση, μέχρι που οι μύτες μας αγγίχτηκαν, κυριολεκτικά. Δεν πήρε τίποτα επιπλέον από την εγγύτητά μας. Τίποτα που δεν είχε ήδη πάρει σε αφθονία αποφεύγοντας μας – τρόφιμα, καταφύγιο, φίλους, απολαύσεις όλα ήταν εύκολα διαθέσιμα σε αυτήν είτε μας δέχτηκε είτε όχι. Έτσι γιατί αποφάσισε να μας εμπιστευθεί όταν, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, οι άνθρωποι της έκαναν απερίγραπτα σκληρά πράγματα για μια γεύση της σάρκας των μωρών της, για μια χούφτα μαλλιού, για ένα κομμάτι αρνίσιου δέρματος; Γιατί υπέφερε μαζί μας όταν μπορούσε πολύ εύκολα να μας αγνοήσει;

Είναι δύσκολο να ειπωθεί. Αλλά το γεγονός είναι ότι, όχι μόνο μας δέχτηκε, αλλά μας αναζητούσε. Εάν, κατά την εκτίμησή της, καθόμασταν μέσα στο σπίτι πάρα πολύ, χτυπούσε στην πόρτα με την οπλή της και μας καλούσε έξω. Βγαίναμε κάθε φορά, με φαΐ στο χέρι – επειδή υποθέταμε ότι αυτό ήθελε. Και, για το υπόλοιπο της ζωής της, "μας έκανε αυτή την άσκηση" να βγαίνουμε έξω στη βεράντα αρκετές φορές την ημέρα. Κατόπιν, τον τελευταίο χρόνο μαζί μας, επέκτεινε τις επισκέψεις της τη νύχτα. Άρχισε να περιμένει τον Chris, καθισμένη στη βεράντα, περιμένοντας ήσυχα, υπομονετικά, όσο χρειαζόταν– μέχρι τα μεσάνυχτα, μέχρι το επόμενο πρωί, μέχρι ο Chris να επέστρεφε σπίτι από τη δουλειά. Περίμενε χωρίς να παραπονιέται, χωρίς να ζητάει γευστικές απολαύσεις, ή την προσοχή, ή συντροφικότητα, ή οποιεσδήποτε απολαύσεις που νομίζαμε ότι την παρακινούσαν να χτυπάει την πόρτα κάθε απόγευμα. Απλά καθόταν στην μπροστινή πόρτα και πέρναγε την νύχτα της, τις μοναχικές αγρύπνιες της μακριά από την ασφάλεια του κοπαδιού, μακριά από το καταφύγιο, κάτω από τον ανοικτό ουρανό. Και τίποτα δεν μπορούσε να την κάνει να κινηθεί – ούτε το ζωηρό γαύγισμα του Bluto, ούτε η ανησυχητική απόσταση από τις κατσίκες της, ούτε η βροχή, ούτε η βροντή, ούτε το χιόνι. Στεκόταν εκεί όπως μια καλή μητέρα, σφηνωμένη μεταξύ γης και ουρανού, με ένα μίγμα θάρρους, εμπιστοσύνης, προσδοκίας, ελπίδας και στωικότητας, με το ογκώδες σώμα της σταθερά αγκυροβολημένο μεταξύ του μεγάλου, κακού, επικίνδυνου κόσμου και του ορισμένου από την ίδια χρέους της, και δεν μετακινούνταν έως ότου ο Chris ερχόταν με ασφάλεια στο σπίτι. Μόνο τότε θα σηκωνόταν τελικά επάνω, αφήνοντας τη βεράντα και περπατώντας στον αχυρώνα της για τη νύχτα, με την απόλαυση της στερεάς απόδειξης ότι και ο Chris και η Michele ήταν ζωντανοί και καλά.

Δεν ήταν ένα "σχέδιο". Ήταν μια πολύ απλούστερη, πολύ σοφότερη, πολύ πιο βαθεά αισθαντική αλήθεια από αυτή. Η Marcie μας ευχόταν τη ζωή. Ήθελε για εκείνους που αγάπησε να συνεχίσουν να ζουν και ήταν αποφασισμένη, για πρώτη φορά στη ζωή της, ότι θα ζουν. Απαιτούσε την χειροπιαστή απόδειξη της καλοσύνης μας αρκετές φορές κάθε ημέρα, και φρουρούσε τη βεράντα τη νύχτα έως ότου ήταν βέβαια ότι και οι δύο από τους ανθρώπους της ήταν ζωντανοί και καλά. Ήταν αρκετά απλό. Οι περισσότεροι από μας μπορούν να καταλάβουν την αγάπη. Αυτό που οι περισσότεροι από μας δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν είναι πώς η Marcie μπόρεσε να συγχωρήσει τους κακοποιητές της τόσο ολοκληρωτικά ώστε να ήταν ικανή να αγαπήσει το είδος τους.

Joanna Lucas
© 2007 Joanna Lucas